- ημιαρούριον
- ἡμιαρούριον, το (Α)πάπ.1. (για έκταση γης) το ήμισυ αρούρας*, το μισό καλλιεργημένου αγρού2. (ως μέτρο) το προϊόν, η παραγωγή τού ημιαρουρίου («χόρτου ἡμιαρούριον»).[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι-* + αρούριον, υποκορ. τού άρουρα].
Dictionary of Greek. 2013.